- ἑκατέρωσε
- ἑκᾰτέρ-ωσε, Adv.A to either side, either way, ἀποβλέπειν, φοιτᾶν, X.An.1.8.14, Pl. Grg. 523c.2 both ways,
καθιέναι Id.Phd.112e
;τὰ ὑπερβάλλοντα ἑ. Id.R.619a
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καθιέναι Id.Phd.112e
;τὰ ὑπερβάλλοντα ἑ. Id.R.619a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκατέρωσε — ἑκατέρωσε (Α) επίρρ. 1. προς κάθε ένα χωριστά από τα δύο μέρη 2. στο κάθε μέρος … Dictionary of Greek
ἑκατέρωσε — to either side indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκατέρωσ' — ἑκατέρωσε , ἑκατέρωσε to either side indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)